Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρημάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρημάδι το [rimáδi] Ο44 : α.για κτίσμα ή άλλου είδους κατασκευή που έχει καταστραφεί ή φθαρεί από το χρόνο και την εγκατάλειψη· ερείπιο: Ένα ~ είχε γίνει το πατρικό του σπίτι στο χωριό. || (μτφ.): Ένα ~ είναι η ζωή του. β. (προφ., συναισθ., ως επίθ.) ως χαρακτηρισμός ουσιαστικού σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης κτλ.: Mου λείπουν τα ρημάδια τα λεφτά. || (ως ουσ.) στη θέση συγκεκριμένης λέξης και για κτ. που μας έχει ενοχλήσει ή αγανακτήσει: Mάζεψε τα ρημάδια σου να περάσω, μάζεψε τα πόδια σου· (πρβ. κουλάδι, ξεράδι). Bούλωσ΄ το και λίγο το ~, κλείσε το στόμα σου, πάψε. Δε δουλεύει πια το ~, π.χ. για μηχάνημα.

[μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρημαδιό το [rimaδjó] Ο38 : σύνολο ερειπίων ή κατεστραμμένων πραγμάτων: Όρμησε μέσα στο μαγαζί και τα ΄κανε όλα ~, τα ρήμαξε.

[ρημάδ(ι) -ιό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες