Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρηγόπουλο το [riγópulo] Ο41 : (λαϊκότρ., συνήθ. στη γλώσσα των παραμυθιών) νεαρός γιος ρήγα, βασιλιά· βασιλόπουλο. || (πληθ.) τα παιδιά του ρήγα, χωρίς διάκριση φύλου.
[ρήγ(ας) -όπουλο]



