Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρηγάτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρηγάτο το [riγáto] Ο39 : (λαϊκότρ., συνήθ. στη γλώσσα των παραμυθιών) η επικράτεια του ρήγα, του βασιλιά· το βασίλειο.

[μσν. ρηγάτον < ρήγ(ας) -άτον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες