Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετσινάτος -η -ο [retsinátos] Ε3 : (για κρασί) που περιέχει ρετσίνι· (πρβ. ρετσίνα): Ρετσινάτο κρασί. || (ως ουσ.) το ρετσινάτο. ANT αρετσίνωτο.
[ρετσίν(α) -άτος]



