Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρετουσάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρετουσάρισμα το [retusárizma] Ο49 : α.τελική επεξεργασία φωτογραφίας ή φιλμ που γίνεται με το χέρι για τη διόρθωση μικρών ατελειών. β. τελική επεξεργασία για τη διόρθωση μικρών ατελειών στη μορφή ενός κειμένου κτλ.: Tο ~ ενός γραπτού κειμένου / μιας εργασίας.

[ρετουσαρισ- (ρετουσάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες