Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεστοράν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεστοράν το [restorán] Ο (άκλ.) : εστιατόριο: Aριστοκρατικό ~. Φάγαμε στο ~ του σιδηροδρομικού σταθμού.

[λόγ. < γαλλ. restaurant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες