Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεσεψιονίστ ο [resepsioníst] θηλ. ρεσεψιονίστ [resepsioníst] Ο (άκλ.) : ρεσεψιονίστας.
[λόγ. < γαλλ. réceptionniste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



