Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεμιζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεμιζάρω [remizáro] Ρ6α : (λαϊκ.) α. δένω πλοίο σε λιμάνι. β. σταθμεύω σε γκαράζ· παρκάρω.

[γαλλ. remis(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες