Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρελιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρελιάζω [relázo] -ομαι Ρ2.1 : προσαρμόζω ρέλι1: ~ ένα ύφασμα / ένα φόρεμα, για να μην ξεφτίσει. ~ τα σχέδια, για να μη σχιστούν.

[ρέλ(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go