Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεκλάμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεκλάμα η [rekláma] Ο25α : α.(παρωχ.) διαφήμιση (για διαφημιστικό ταμπλό, επιγραφή κτλ.): Οι φωτεινές ρεκλάμες. β. (συνήθ. ειρ.) (έκφρ.) κάνω ~ σε κπ.: α. τον διαφημίζω σε άλλους. β. διαφημίζω τον εαυτό μου σε κπ.: ~ μάς κάνεις τώρα;, μας διαφημίζεις σε άλλους ή διαφημίζεις τον εαυτό σου σ΄ εμάς;

[γαλλ. réclam(e) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go