Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεζιλίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεζιλίκι το [rezilíki] Ο44α : (οικ.) α. πάθημα που προκαλεί τη χλεύη, που ντροπιάζει, εξευτελίζει, γελοιοποιεί· ρεζίλεμα, ντρόπιασμα, εξευτελισμός, γελοιοποίηση: Tο ~ θα το θυμάται για καιρό. β. πράξη, συμπεριφορά, εμφάνιση κτλ. που ντροπιάζει ή που γελοιοποιεί: Tι ρεζιλίκια είναι αυτά! δε βρήκες άλλα ρούχα να φορέσεις;

[τουρκ. rezillik ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go