Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεζερβουάρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεζερβουάρ το [rezervuár] Ο (άκλ.) : το δοχείο (ντεπόζιτο) για βενζίνη ή για πετρέλαιο που είναι ενσωματωμένο σε κάθε αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα κτλ.

[λόγ. < γαλλ. réservoir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go