Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεζέρβα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεζέρβα η [rezérva] Ο25 : καθετί που το έχουμε για να το χρησιμοποιήσουμε στο μέλλον και σε αντικατάσταση άλλου που θα χαλάσει, θα φθαρεί ή θα τελειώσει: Έχω κτ. για ~. Aγόρασα και μια δεύτερη μηχανή για ~. || (ειδικότ.) ο εφεδρικός τροχός αυτοκινήτου: Aν πρόκειται να κάνετε μια πολύ μεγάλη διαδρομή, καλό είναι να έχετε και δεύτερη ~.

[ιταλ. riserva [i > e] ίσως από επίδρ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες