Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρεγουλάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεγουλάρισμα το [reγulárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρεγουλάρω· ρύθμιση: H μηχανή θέλει ~.

[ρεγουλαρισ- (ρεγουλάρω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go