Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεγάλο το [reγálo] Ο39 : (προφ.) χρηματικό ποσό που δίνει κάποιος σε άλλον από ευχαρίστηση για εξυπηρέτηση που του πρόσφερε· φιλοδώρημα: Γενναίο ~.
[ιταλ. regalo]



