Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρείκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρείκι το [ríki] Ο44 : κοινή ονομασία ορισμένων αυτοφυών θάμνων με άνθη που έχουν διάφορα χρώματα: Ένα στενό μονοπάτι μέσα από κουμαριές, φτέρες και ρείκια ανθισμένα που σκόρπιζαν τ΄ άρωμά τους.

[ελνστ. ἐρείκιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. υποκορ. του αρχ. ἐρείκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go