Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραχατεύω [raxatévo] Ρ5.2α : (προφ.) βρίσκομαι σε κατάσταση απραξίας και ανάπαυσης, και το απολαμβάνω· κάνω ραχάτι· (πρβ. χουζουρεύω): Ξαπλωμένοι κάτω από τα δέντρα ραχάτευαν όλη μέρα.
[ραχάτ(ι) -εύω]



