Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφτικά τα [raftiká] Ο38 : η αμοιβή του ράφτη ή της μοδίστρας για το ράψιμο ενδύματος: Πόσο κοστίζει το ύφασμα και πόσα θέλετε για ~; ΦΡ τι πληρώνεις, την τσόχα ή τα ~; ή τι είν΄ η τσόχα, τι είν΄ τα ~!, για κτ. που έχει ελάχιστη τιμή αγοράς, που πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας.
[ράφτ(ης) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός (πρβ. ελνστ. ῥαπτικός `για ράψιμο΄)]



