Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραφείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραφείο το [rafío] Ο39 : το εργαστήριο του ράφτη· ραφτάδικο.

[λόγ. < αρχ. ῥαφ(εύς) `που ράβει΄ -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go