Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραμποτέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραμποτέ το [raboté] Ο (άκλ.) : (τεχν.) τρόπος συναρμογής σανίδων που έχουν κατά το μήκος της μιας πλευράς τους αύλακα και κατά το μήκος της άλλης προεξοχή, ώστε να συναρμόζονται ευκολότερα και στερεότερα. || (ως επίθ.): Δάπεδο ~. Σανίδες ~.

[λόγ. < γαλλ. raboté]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες