Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραμποτέ το [raboté] Ο (άκλ.) : (τεχν.) τρόπος συναρμογής σανίδων που έχουν κατά το μήκος της μιας πλευράς τους αύλακα και κατά το μήκος της άλλης προεξοχή, ώστε να συναρμόζονται ευκολότερα και στερεότερα. || (ως επίθ.): Δάπεδο ~. Σανίδες ~.
[λόγ. < γαλλ. raboté]



