Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραμί το [ramí] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθ. από τρεις ως επτά παίχτες και με δύο τράπουλες.
[λόγ. < γαλλ. rami]



