Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραλίστας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραλίστας ο [ralístas] Ο3 : αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ράλι: Aπό τους δύο Έλληνες ραλίστες ο ένας εγκατέλειψε στο μέσο της διαδρομής. || (προφ., ειρ.) οδηγός αυτοκινήτου που, για λόγους επίδειξης, αναπτύσσει επικίνδυνα μεγάλη ταχύτητα.

[ράλ(ι) -ίστας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go