Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιοϊσότοπο το [raδioisótopo] Ο40 : (φυσ.) ραδιενεργό ισότοπο στοιχείου: Tεχνητά ραδιοϊσότοπα.
[λόγ. < διεθ. radio- = ραδιο- 2 + isotope = ισότοπον]



