Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραδιουργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραδιουργώ [raδiurγó] Ρ10.9α : σχεδιάζω και ενεργώ με πανουργία για να βλάψω κπ. ή για να εξυπηρετήσω δόλιους σκοπούς και συμφέροντα· δολοπλοκώ, μηχανορραφώ: Οι σύμβουλοι του βασιλιά ραδιουργούσαν σε βάρος του νόμιμου διαδόχου.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργῶ, αρχ. σημ.: `ζω τεμπέλικα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες