Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραδιοερασιτέχνης ο [raδioerasitéxnis] Ο10 : αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με τη λειτουργία ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού: Άδεια ραδιοερασιτέχνη. Σύλλογος ραδιοερασιτεχνών. Παράνομος ~, ραδιοπειρατής.
[λόγ. ραδιο- 1 + ερασιτέχνης]



