Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραγιάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραγιάς ο [rajás] Ο1 : (ιστ.) ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας: Xριστιανοί / Εβραίοι / Έλληνες / Aρμένιοι ραγιάδες. Ο όρος “ραγιάς” καταργήθηκε με σουλτανικό διάταγμα στα 1856 ως υβριστικός. Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες. || (μειωτ., υβρ.) υπόδουλος, δούλος.

[τουρκ. raya (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go