Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ραβδωτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραβδωτός -ή -ό [ravδotós] Ε1 : που στην επιφάνειά του έχει ραβδώσεις: ~ κίονας. Ραβδωτή επιφάνεια.

[λόγ. < αρχ. ῥαβδωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go