Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραβδοσκόπος ο [ravδoskópos] Ο18 : αυτός που, με τη βοήθεια ειδικής ράβδου ή εκκρεμούς, ανιχνεύει υπόγειο κοίτασμα νερού ή μεταλλεύματος.
[λόγ. ράβδ(ος) -ο- + -σκόπος]



