Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρίψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίψη η [rípsi] Ο31 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρίχνω. α. για πρόσωπο ή αντικείμενο που αφήνεται να πέσει από ύψος: ~ αλεξιπτωτιστών / εφοδίων. β. για κτ. που ρίχνεται προς ορισμένη κατεύθυσνη ή στόχο. || (αθλ.): Aγωνίσματα ρίψης, η σφαιροβολία, η σφυροβολία και ο ακοντισμός. Διακρίθηκε στις ρίψεις.

[λόγ. < αρχ. ῥῖψις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go