Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρίσκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίσκο το [rísko] Ο39 : κίνδυνος, ενδεχόμενο απώλειας ή αποτυχίας από ενέργεια με αβέβαιη έκβαση: Επιχειρηματικό ~. Mικρό / μεγάλο ~. ΦΡ παίρνω το ~, τολμώ να ρισκάρω, να διακινδυνεύσω.

[παλ. ιταλ. risco]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες