Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρίγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρίγος το [ríγos] Ο46 : 1.ακούσιο τρεμούλιασμα του σώματος που προκαλείται από μια φυσική ή ψυχική αιτία: α. από ψύχος, πυρετό κτλ.· (πρβ. σύγκρυο, τρεμούλα): Έχω ρίγη. Mε πιάνει ~. Yψηλός πυρετός με δυνατό ~. β. από μια έντονη συγκίνηση, φόβο κτλ.: Kαι μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει ~. 2. (μτφ.) έντονη συγκίνηση: Ρίγη ενθουσιασμού.

[λόγ. < αρχ. ῥῖγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go