Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρήτρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρήτρα η [rítra] Ο25 : (νομ.) όρος που αναγράφεται σε μια σύμβαση: Γενική ~, η κατεύθυνση ή το κριτήριο που ορίζει ο νόμος για τις περιπτώσεις που υπάρχει εκούσιο νομοθετικό κενό στη ρύθμιση έννομης σχέσης. Ειδική ~, όρος συμφωνίας ή σύμβασης που αφορά την εφαρμογή και τις συνέπειές της, στο σημείο εκείνο στο οποίο δεν υπάρχει ή υπάρχει διαφορετική νομοθετική ρύθμιση. Ποινική ~, όρος αμοιβαίας συμφωνίας, που ορίζει ζημιά για εκείνον που θα αθετήσει τα συμφωνημένα και υπέρ του άλλου. ~ του μάλλον ευνοούμενου κράτους, όρος εμπορικής συνθήκης μεταξύ κρατών κατά τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να παρέχουν και μεταξύ τους την ίδια ευνοϊκή μεταχείριση που παρέχουν σε οποιοδήποτε τρίτο κράτος. || (οικον.) ~ συναλλάγματος / ΕCU / χρυσού, όρος σύμφωνα με τον οποίο μια οικονομική συναλλαγή υπολογίζεται με βάση το συνάλλαγμα / το ΕCU / το χρυσό.

[λόγ. < αρχ. ῥήτρα `συμφωνία, συμβόλαιο΄ με αλλ. της σημ. για απόδοση του υστλατ. clausula (γαλλ. clause)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες