Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέψιμο 1 το [répsimo] Ο50 : η ενέργεια του ρεύομαι: Πριν σηκωθούμε από το τραπέζι ακούστηκε ένα αγενέστατο ~.
[μσν. ρέψιμον < ρεψ- (ρεύομαι) -ιμον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέψιμο 2 το : το αποτέλεσμα του ρεύω· εμφανέστατη σωματική κατάπτωση, αδυνάτισμα από ασθένεια, κακουχία κτλ.
[ρεψ- (ρεύω) -ιμο]



