Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέστος -η -ο [réstos] Ε3 : 1.(λαϊκ.) υπόλοιπος. ΦΡ μένω / είμαι ~ ή με άφησαν ρέστο: α. για κπ. που ξοδεύει ή που του παίρνουν όλα του τα χρήματα. β. για κπ. που τον εγκαταλείπουν χωρίς συντροφιά ή που δεν προφταίνει να συμμετάσχει σε κτ. 2. (ως ουσ.) τα ρέστα*.

[ιταλ. resto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες