Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέστα τα [résta] Ο39 : το υπόλοιπο που επιστρέφεται σε αυτόν που δίνει ένα χρηματικό ποσό για να πληρώσει κτ.: Πλήρωσε το λογαριασμό και άφησε τα ~ για πουρμπουάρ. Mου δώσατε λάθος ~. ΦΡ ζητώ / θέλω και (τα) ~, για κπ. που, ενώ είναι υποχρεωμένος ή υπόλογος, προβάλλει απαιτήσεις ή κατηγορεί: Aντί να μας ευχαριστήσει ζητάει και τα ~. τα ~ μου, στη χαρτοπαιξία, όταν ένας παίκτης ποντάρει όσα χρήματα του έχουν μείνει. και τα ~, και τα υπόλοιπα πράγματα, και τα λοιπά: Πρέπει να ετοιμάσουμε για το ταξίδι διαβατήρια, εισιτήρια και τα ~. δίνω ~, εντυπωσιάζω: Xθες το βράδυ στο πάρτι έδωσε ~· μέχρι και πάνω στο τραπέζι χόρεψε.

[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ρέστος (ενν. λεφτά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες