Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρέκορντμαν ο [rékordman] θηλ. ρέκορντ γούμαν [rékord γúman] Ο (άκλ.) : αθλητής που έχει κατακτήσει κάποιο ρεκόρ.
[λόγ. < γαλλ. record man, recordwoman < αγγλ. record `ρεκόρ΄, man `άντρας΄, woman `γυναίκα΄ (κατά το αγγλ. σχ. τον.)]



