Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρέκορντμαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρέκορντμαν ο [rékordman] θηλ. ρέκορντ γούμαν [rékord γúman] Ο (άκλ.) : αθλητής που έχει κατακτήσει κάποιο ρεκόρ.

[λόγ. < γαλλ. record man, recordwoman < αγγλ. record `ρεκόρ΄, man `άντρας΄, woman `γυναίκα΄ (κατά το αγγλ. σχ. τον.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες