Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράστερ το [ráster] Ο (άκλ.) : (στις γραφικές τέχνες και στο σχέδιο) άθροισμα όμοιων ή ανόμοιων κουκίδων ή γραμμών που, δημιουργώντας μια οπτική εντύπωση εντονότερου ή ασθενέστερου γκρίζου, αποδίδουν όγκους, σχήματα κτλ. || διαφανές φύλλο χαρτιού ή άλλου υλικού με τυπωμένες τέτοιες κουκίδες ή γραμμές.
[λόγ. < γερμ. Raster]



