Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ράουλο το [ráulo] & (σπάν.) ράγουλο το [ráγulo] Ο41 : (τεχν.) μικρός τροχός σε διάφορους μηχανισμούς και για ποικίλες λειτουργίες: Tα ράουλα μιας συρόμενης πόρτας. Tο ~ μιας τροχαλίας.

[γαλλ. rouleau(;)· ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες