Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράλι το [ráli] Ο (άκλ.) : αυτοκινητιστικός αγώνας (ταχύτητας) σε μια διαδρομή που ακολουθεί δρόμους του οδικού δικτύου μιας χώρας ή μιας περιοχής: Ο νικητής του ~ «Aκρόπολις». Aγώνες ~. ΦΡ κάνει ~, για οδηγό αυτοκινήτου όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς.
[λόγ. < αγγλ. rallye]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραλίστας ο [ralístas] Ο3 : αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ράλι: Aπό τους δύο Έλληνες ραλίστες ο ένας εγκατέλειψε στο μέσο της διαδρομής. || (προφ., ειρ.) οδηγός αυτοκινήτου που, για λόγους επίδειξης, αναπτύσσει επικίνδυνα μεγάλη ταχύτητα.
[ράλ(ι) -ίστας]