Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πύκνωση η [píknosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυκνώνω. ANT αραίωση: α. αύξηση της πυκνότητας: ~ ενός διαλύματος. ~ των μαλλιών / των νεφών. || (βιολ.): ~ του πυρήνα. β. αύξηση της συχνότητας: ~ των επισκέψεων. Επιβάλλεται η ~ των δρομολογίων για την καλύτερη εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού.
[λόγ. < αρχ. πύκνω(σις) -ση]