Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πύελος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πύελος η [píelos] Ο36 : (ανατ.) κοιλότητα του σκελετού που αποτελεί τη βάση του κορμού και αρθρώνεται προς τα πάνω με τη σπονδυλική στήλη και προς τα κάτω με τα κάτω άκρα· λεκάνηII: Άξονας / παραμορφώσεις της πυέλου. Aνδρική / γυναικεία ~. Nεφρική ~, κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διεύρυνση του ουρητήρα στο νεφρό.

[λόγ. < αρχ. πύελος ἡ `μπανιέρα΄ σημδ. του λαϊκού λεκάνη ή του γαλλ. pelvis]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go