Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόρισμα το [pórizma] Ο49 : αυτό που προκύπτει, που εξάγεται (ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα) ύστερα από μελέτη ή από έρευνα: Tο ~ της έρευνας / της μελέτης / της ανάλυσης. Aνακοινώθηκε το ~ της ανακριτικής επιτροπής. || (μαθημ.) το συμπέρασμα που προκύπτει αναγκαία από προηγούμενη απόδειξη.

[λόγ. < ελνστ. πόρισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go