Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόντσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόντσο το [póntso] Ο (άκλ.) : είδος επανωφοριού των ινδιάνων της Kεντρικής και Nότιας Aμερικής. || αντίστοιχο ένδυμα τετράγωνου ή στρόγγυλου σχήματος, χωρίς μανίκια, με άνοιγμα στη μέση για το κεφάλι, που πέφτει ελεύθερα πάνω στο σώμα και που φοριέται ως επανωφόρι ιδίως από γυναίκες και παιδιά: ~ μάλλινο / πολύχρωμο / με κρόσια.

[αγγλ. poncho < ισπαν. poncho (από γλ. των Ινδιάνων)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go