Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πόνημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόνημα το [pónima] Ο49 : (λόγ.) έργο, ιδίως πνευματικό, συγγραφικό: Επιστημονικό / ιστορικό / φιλολογικό ~.

[λόγ. < αρχ. πόνημα `αποτέλεσμα εργασίας΄ σημδ. γαλλ. ouvrage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go