Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόμπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόμπα η [pómpa] Ο25α : (παρωχ.) η αντλία.

[ιταλ. pompa < γαλλ. pompe < ολλανδ. pompe (ηχομιμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες