Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωμάτισμα το [pomátizma] Ο49 : 1. (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πωματίζω. 2. (ιατρ.) έμφραξη με γάζα ή με βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας του σώματος που αιμορραγεί.
[λόγ. πωματισ- (πωματίζω) -μα]



