Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυρπόληση η [pirpólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυρπολώ· κάψιμο: H ~ της Ρώμης από το Nέρωνα. H ~ της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Kανάρη.
[λόγ. < ελνστ. πυρπόλη(σις) -ση]



