Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πυροφοβία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροφοβία η [pirofovía] Ο25 : (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος για τη φωτιά.

[λόγ. < αγγλ. pyrophobia < pyro- = πυρο- + -phobia = -φοβία (πρβ. αρχ. ρ. πυροφοβῶ `φοβάμαι τη φωτιά΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go