Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροδότηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυροδότηση η [piroδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυροδοτώ. 1α. μετάδοση της φωτιάς σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Σύστημα πυροδότησης. β. (αστροναυτ.) η έναρξη της χημικής αντίδρασης που παράγει τα αέρια τα οποία είναι απαραίτητα για την προώθηση του πυραύλου. 2. (μτφ. για ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες) πρόκληση: ~ της πολιτικής διαμάχης.

[λόγ. πυροδοτη- (πυροδοτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες