Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυριτιδοποιείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυριτιδοποιείο το [piritiδopiío] Ο39 : εργοστάσιο που παράγει πυρίτιδα και άλλες εκρηκτικές ύλες.

[λόγ. πυριτιδ- (δες πυρίτιδα) -ο- + -ποιείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες